στορύνη

στορύνη
στορύνη
Grammatical information: f.
Meaning: des. of a chirurg. inrtument, `lancet, κατιάδιον' (Aret.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained; for the formation cf. τορύνη.
Page in Frisk: 2,804

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στορύνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στορύνη — ἡ, Α είδος χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. άγνωστης ετυμολ. με επίθημα ύνη (πρβλ. τορύνη)] …   Dictionary of Greek

  • στουρνάρι — το, Ν 1. πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα 2. σκληρή και αιχμηρή πέτρα («χωράφι γεμάτο στουρνάρια και αγριόχορτα») 3. άξεστος και αμόρφωτος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *στορυνάριον, υποκορ. τού στορύνη «χειρουργικό εργαλείο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”